τλῶ

τλῶ
τλάω
suffer
aor subj act 1st sg (attic epic doric)
τλάω
suffer
pres imperat mp 2nd sg
τλάω
suffer
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
τλάω
suffer
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
τλάω
suffer
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τλώ — άω, Α 1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω 2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.) 3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.) 4. (με καλή ή κακή… …   Dictionary of Greek

  • τλῷ — τλάω suffer pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατλώ — κατατλῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού τλώ) κατατολμώ* («κατετλάτο κατετολμάτο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τλῶ < *τλῶ «τολμώ», ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. επι τλώ, συν τλώ)] …   Dictionary of Greek

  • σεύτλῳ — σεύ̱τλῳ , σεῦτλον neut dat sg σεύ̱τλῳ , τεῦτλον beet neut dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινότλητος — αἰνότλητος, ον (Α) ολωσδιόλου αφόρητος, τελείως ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τλητὸς < αόρ. τού ρ. τλῶ ( άω)*] …   Dictionary of Greek

  • ανατλήναι — ἀνατλῆναι (Α) απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην) εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην τού ρ. τλώ («υποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • επιτλώ — ἐπιτλῶ, άω (Α) υποφέρω υπομονετικά, υπομένω («τῷ τοι ἐπιτλήτω κραδίη» γι’ αυτό ας υπομείνει η καρδιά σου Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τλω «υπομένω»] …   Dictionary of Greek

  • πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] …   Dictionary of Greek

  • συντλώ — άω, Α συντολμῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τλῶ «υπομένω, τολμώ»] …   Dictionary of Greek

  • ότλος — ὄτλος, ὁ (Α) πάθημα, συμφορά, κακοπάθεια («ἅπαντα πανδοκοῡσα παιδείας ὄτλον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τλ τής δισύλλαβης ρίζας *τελα (πρβλ. ταλάσσαι, τελαμών, τάλας, τλήμων) με προθεματικό φωνήεν ὀ (βλ. λ. τλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”